~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
καλημέρα στα 12 εκατ. Έλληνες ανά τον κόσμο

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Το WILLIAM S. BURROUGHS και η Ελλάδα - κείμενα για τον ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ στην Ελλάδα των 70s


Ο William Burroughs στην οδό Gît-le-Cœur στο Παρίσι (στον δρόμο αυτό βρισκόταν το Beat Hotel). Η φωτογραφία είναι του σκηνοθέτη Antony Balch και προέρχεται από το αμερικανικό περιοδικό RE/Search #4/5 του 1982.

 Κ αι κάτι ακόμη. Πότε ακούστηκε, ας πούμε με κάπως επίσημο τρόπο, για πρώτη φορά το όνομα του Burroughs στην Ελλάδα; Πριν λίγες ημέρες συζητώντας με τον Νεκτάριο Παπαδημητρίου μου μίλησε για ένα happening που είχε λάβει χώρα το 1963 στοΣυμπόσιον στην Πλάκα, και το οποίον είχαν οργανώσει οι Πάνος Κουτρουμπούσης και Δημήτρης Πουλικάκος. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα, είχε διαβαστεί και κείμενο του Burroughs.
Ο Νεκτάριος που έχει το πρόγραμμα εκείνης της εκδήλωσης, μου είπε επίσης πως ήταν γραμμένο με κάπως ευτράπελο τρόπο, αφού αναφερόταν σ’ αυτό (στο πρόγραμμα) ακόμη και η ώρα έναρξης κάθε διαφορετικής ανάγνωσης ή συμβάντος με ακρίβεια δευτερολέπτου. Γυρνώντας στο σπίτι επιχείρησα να βρω περισσότερα στοιχεία μέσω internet. Από μια συνέντευξη του ιδίου του Κουτρουμπούση στο site του Τέου Ρόμβου διαβάζω: «Το ‘Πάλι’ βγήκε το χειμώνα του 1963-64. Πριν ένα χρόνο περίπου είχαμε κάνει με τον Δημήτρη Πουλικάκο ένα ‘συμβάν’ με γενικό τίτλο ‘Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ή Δοκιμαστικοί Σωλήνες’ στο κέντρο Συμπόσιον που είχε ανοίξει ο Γιώργος Μπουκουβάλας στην Πλάκα (σ.σ. πρωτεργάτης των μπουάτ στην Ελλάδα)όπου εκδηλωθήκαμε εν λευκώ, και μετά παρόλο που πολλοί είχαν αηδιάσει απ’ αυτή την εκδήλωση και μας γλωσσοτρώγανε, εμάς μας πήραν τα μυαλά αέρα και σκεφτόμασταν πώς να σκαρώσουμε κάνα περιοδικό για να ‘συνεχίσουμε τον αγώνα’». Και από το βιβλίο του Μανώλη Νταλούκα Ελληνικό Ροκ [Άγκυρα, Αθήνα 2006]: «Στο ίδιο πνεύμα, στις 17 Απριλίου του 1963, δύο της παρέας, ο Δημήτρης Πουλικάκος και ο Πιτ Κουτρουμπούσης διοργανώνουν βραδιά ποίησης και ταχυδράματος. Η σουρεαλιστική αυτή παράσταση ονομάζεται Δοκιμαστικοί Σωλήνες και γίνεται στο κέντρο Συμπόσιο στην Πλάκα. Εκεί, εκτός από δικά τους ποιήματα, διαβάζουν Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, για πρώτη φορά Burroughs και Kerouac και ταχυδράματα του Αντώνη Ευθυμιάδη».
Όσες πηγές ανέφερα στο παραπάνω κείμενο τις είχα (σχεδόν όλες) στο νου μου. 
Απλώς, τις ανακάλεσα με αφορμή τα ελληνικά κείμενα που διάβασα τούτες τις μέρες για τον Burroughs. Δεν έψαξα τα πάντα (ό,τι ήταν διαθέσιμο προς εμένα δηλαδή), παρότι έκανα ένα… ταξιδάκι (κανονικό ταξιδάκι εννοώ, άνευ εισαγωγικών, μην παρεξηγηθώ). Επειδή, λοιπόν, μπορεί να υπάρχουν κι άλλες αναφορές σε σχέση με τον Burroughs και την Ελλάδα (από τα seventies ή και νωρίτερα εννοώ) θα ήταν χρήσιμο όποιος γνωρίζει κάτι περισσότερο να το προσθέσει και να μην το φυλάει για το βιβλίο του…


______

για τον Λάκη Παππά


Οι Γιώργος Παπαστεφάνου και Νότης Μαυρουδής μιλούν για τον φίλο τους, Λάκη Παππά.


«Έφυγε» ο Λάκης Παππάς, ο άνθρωπος που συνδύασε τη φωνή του με τις λέξεις «μπουάτ», «νέο κύμα», «αισθαντικότητα» και «ατμόσφαιρα». Η εκπληκτική φωνή του ήταν η αρχή για να έρθει ο κόσμος πιο κοντά εκείνη την εποχή αφού μαζεύονταν σε μικρά μαγαζιά και δημιουργούσαν μια και μόνη παρέα που ένωσε το κοινό με τον καλλιτέχνη. Για τον Λάκη Παππά αλλά και για την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε, μας μίλησαν δύο ζωντανοί θρύλοι, ο καλός του φίλος και εξαιρετικός καλλιτέχνης Νότης Μαυρουδής και ο «άνθρωπος-ιστορία» του ελληνικού ραδιοφώνου και στιχουργός αρκετών τραγουδιών του νέου κύματος, Γιώργος Παπαστεφάνου.
popaganda_lakis_pappas
Γιώργος Παπαστεφάνου: «Ήταν από τους τραγουδιστές που αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου.»
Πώς ξεκίνησε ο Λάκης Παππάς; Ο Λάκης ήταν κιθαριστής. Τον είχε πάει ο Μηλιαρέσης στην παράσταση Παραμύθι χωρίς όνομα που είχαν ανεβάσει ο Διαμαντόπουλος με την Αλκαίου, στο Νέο Θέατρο, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, το 1959. Δύο χρόνια αργότερα ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ο ιδρυτής της Μπουάτ, άνοιξε τον Τιπούκειτο, το πρώτο καλλιτεχνικό καφενείο που είχε ποτέ η Αθήνα και εκεί σύχναζε η νεολαία.
Εσείς πώς γνωριστήκατε; Συχνάζαμε κι εμείς εκεί και κάποιο βράδυ ακούσαμε έναν καταπληκτικό τροβαδούρο με κιθάρα να λέει τραγούδια που δεν τα ξέραμε. Του μίλησα και έμαθα ότι ήταν τραγούδια από το Παραμύθι χωρίς όνομα. Όταν ολοκληρώθηκαν εκεί οι εμφανίσεις του Παππά, μετά από κάποιες εβδομάδες εμφανίστηκε ο Κώστας Χατζής.
Πώς προέκυψε ο Χατζιδάκις; Η Χρυσούλα Ζώκα και ο Γιώργος Φούντας που σύχναζαν εκεί άκουγαν τα τραγούδια του Μάνου και του μίλησαν για τον Παππά. Ο Χατζιδάκις ζήτησε να τον γνωρίσει και όταν αυτό έγινε, του έβγαλε δίσκο μαζί με τα κομμάτια του Ματωμένου Γάμου.
Τι εντύπωση σας έδωσε ο Λάκης Παππάς; Εξαιρετική από την πρώτη στιγμή. Ήταν από τους τραγουδιστές που αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου. Στη μια άκρη είναι ο Μπιθικώτσης και στην άλλη ο Παππάς.
Τι χαρακτηριστικό είχε; Ήταν ταξιδιάρης, αισθαντικός. Η κιθάρα του έφτιαχνε την ατμόσφαιρα της μπαλάντας. Ο Λάκης ήταν ο τραγουδιστής της μπαλάντας, η οποία ήταν καινούργιο είδος τότε. Ήταν μαγευτικό αυτό που ακούγαμε. Μιλάμε για εξαιρετική ατμόσφαιρα. Κάτι σαν τον James Taylor ή την Joan Baez. Καμία σχέση με το είδος των τραγουδιστών του ελαφρού ή του λαϊκού που ήταν στην πιάτσα μέχρι τότε. Αυτός ήταν τροβαδούρος.
Ένας τροβαδούρος του νέου κύματος; Δεν θα τον χαρακτήριζα τραγουδιστή του νέου κύματος. Το νέο κύμα ήρθε το ’64 ενώ ο Λάκης είχε ήδη ξεκινήσει από το ’61. Μετά τον Μούτσιο ήταν η πρώτη αρσενική φωνή που χρησιμοποίησε ο Χατζιδάκις, έχοντας παράλληλα τη Μούσχουρη ως γυναικεία. Εντάχθηκε στο νέο κύμα, επειδή τραγουδούσε σε μπουάτ -αυτές άνθισαν μετά τον Τιπούκειτο. Στην οδό Θόλου είχε κάνει, μάλιστα, τη δική του μπουάτ που είχε φοβερή ατμόσφαιρα.
Θυμάστε κάτι ιδιαίτερο από εκεί; Ένα βράδυ είχε έρθει ένας φίλος του,  γιατρός από τη Θεσσαλονίκη που έπαιζε στο πιάνο Χατζιδάκι και ο Λάκης τον συνόδευε με την κιθάρα. Ήταν κάτι σαν τους 15 εσπερινούς που έκανε ο Χατζιδάκις, σαν αυτοσχεδιασμός στο πιάνο. Ένα άλλο βράδυ είχε έρθει ο αδερφός του Λόρκα από την Λατινική Αμερική και είχαν κάνει βραδιά Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Αυτήν η ατμόσφαιρα επικρατούσε μέχρι που κόπηκαν όλα αυτά την περίοδο της δικτατορίας. Αν δεν είχες ταυτότητα μαζί σου τότε (ακόμα και να είχες) μπορούσες άνετα να βρεθείς στο τμήμα. Οι μπουάτ θεωρούνταν σκοτεινά μέρη -έλεγαν μάλιστα ότι εκεί γίνονταν διακίνηση ναρκωτικών. Ήταν εποχή Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, το πολιτικό τραγούδι ήταν στα «πάνω του». Στο Συμπόσιο εμφανίζονταν η Ντόρα Γιαννακοπούλου με τον Γιώργο Μούτσιο, όπου αυτή τραγουδούσε Θεοδωράκη κι ο Μούτσιος, Χατζιδάκι. Ενδιάμεσα, γινόταν απαγγελία ποιημάτων και στην κιθάρα βρισκόταν ο Νότης Μαυρουδής.
Είχατε κάνει και μια εκπομπή για το Νέο Κύμα. Υπάρχει μάλιστα ένα στιγμιότυπο από τη μπουάτ του Γιάννη Αργύρη. Ο Γιάννης Σπανός στο πιάνο, ο Λάκης Παππάς στην κιθάρα παίζουν το Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι. Ε, αυτό είναι ένα κλασικό δείγμα ατμόσφαιρας μπουάτ της δεκαετίας του ’60.
Ο Γιώργος Παπαστεφάνου είναι ένας από τους σπουδαιότερους ραδιοφωνικούς παραγωγούς 
Νότης Μαυρουδής: «Ήταν ο μάγος της ατμόσφαιρας»
Πώς γνωριστήκατε; Γνωριστήκαμε όταν εγώ ξεκινούσα. Ο Λάκης τραγουδούσε ήδη σε μια Μπουάτ, τον Τιπούκειτο. Ήταν η περίοδος που οι μπουάτ άνοιγαν η μια μετά την άλλη κι ο Λάκης τραγουδούσε συχνά. Αυτές ήταν τα καινούρια καλλιτεχνικά στέκια, ο Λάκης ήταν κάτι σαν «ο πατέρας της μπουάτ» αφού σε όλη του τη ζωή δούλεψε σε τέτοια μαγαζιά. Ήταν ο κατ’ εξοχήν εισηγητής αυτού του ρεπερτορίου, ο καλλιτέχνης και η κιθάρα του.
Τι χαρακτηριστικό είχε στη δουλειά του; Ήταν ο μάγος της ατμόσφαιρας και δημιουργούσε κλίμα με πολύ γοητεία. Διάλεγε τραγούδια που ταίριαζαν σε αυτό το κλίμα και η βάση του ήταν πολλά του Χατζιδάκι, σαν αυτά της Οδού Ονείρων.
Τι έχετε να θυμάστε από τον άνθρωπο Λάκη Παππά; Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και ήμασταν φίλοι. Εκείνο που θα έχω να θυμάμαι είναι ότι είχε συνεχώς ένα ανέκδοτο να πει. Μας έκανε συνεχώς να γελάμε.
Ο Νότης Μαυρουδής είναι συνθέτης 

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Άγνωστο κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι

Δημοσιεύει ομογενειακή εφημερίδα στη Μελβούρνη 

Μελβούρνη: Άγνωστο κείμενο του Μ. Χατζιδάκι δημοσιεύει ομογενειακή εφημερίδα


Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό» που το έγραψε το 1980 στη Μελβούρνη, δημοσιεύει η ομογενειακή εφημερίδα «Νέος Κόσμος» με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, διανοούμενου και ποιητή.

Αυτούσιο το κείμενο έχει ως εξής: «Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ‘25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες. 
Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ‘31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία - όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.
Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Εγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.
Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.
Ταξίδεψα πολύ. Κι’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.
Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια - δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, - μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.
To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.
Εξόφλησα τα χρέη μου το ‘72 κι’ επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.
Κι’ έτσι απ’ το ‘75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.
Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.

Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» - πού λένε - κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.

Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ
Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».