Ιστορία του ελληνικού αντεργκράουντ
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Το Αθηναϊκό Underground (1964-1983)» από την ATHENS VOICE BOOKS και την σχετική έκθεση του περασμένου καλοκαιριού, η επιθεώρηση "the books' journal" δημοσιεύει στο τεύχος Οκτωβρίου που κυκλοφορεί το παρακάτω κείμενο του Τέο Ρόμβου.
Μια έκθεση που λειτουργούσε ώς τα τέλη Αυγούστου και μια έκδοση για ένα ολόκληρο ρεύμα πολιτικής και κουλτούρας που καθόρισε υπογείως τη μεταπολεμική Ελλάδα, έφερε στην επικαιρότητα έναν αταξινόμητο πληθυσμό ο οποίος διεκδίκησε την καλλιτεχνική έκφραση, την πολιτική και την κοινωνική χειραφέτηση, συλλογικότητες που δεν περνούσαν από τα κόμματα… Από το περιοδικό Πάλι μέχρι το Ιδεοδρόμιο, από την Τρύπα μέχρι τα σύγχρονα φανζίν, το ελληνικό αντεργκράουντ αποδεικνύεται περισσότερο επιδραστικό απ’ όσο φαντάζονταν οι πρωτεργάτες του. Το κείμενο που ακολουθεί είναι, πρωτίστως, μια εισαγωγή σε έναν τρόπο ζωής απείθαρχο και δημιουργικό.
Θανάσης Μουτσόπουλος (επιμ.), Το Aθηναϊκό Underground (1964-1983), Athens Voice Books, Αθήνα 2012, 207 σελ.
E
ίναι νύχτα και κουφόβραση, κραυγές γυναίκας που ηδονίζεται ταξιδεύουν απ’ το ανοιχτό παράθυρο, φιγούρες ανθρώπων αγκαλιασμένες στο ημίφως, έξω από το δωμάτιο η μεγαλούπολη γίνεται παρανάλωμα φθοριούχων φώτων και πολύχρωμων διαφημίσεων, καιόμενο πέλαγος, μετουσιωμένος τους αναζητώ και προσπαθώ να τους φανταστώ, ένα αόρατο χέρι πιλατεύει κι ανακατώνει τις σκέψεις, τις μνήμες μου. Στο ραδιόφωνο μια πλαδαρή αντρική φωνή μιλάει για τις υψηλότερες θερμοκρασίες των τελευταίων χρόνων στην Αθήνα.
Αναζητώ εκείνα τα χρόνια που τους πρωτογνώρισα και τους καλούσα να περάσουνε τις νύχτες μαζί μου, εγώ μόνος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, ερεθισμένος από τις διηγήσεις τους ρούφαγα τις ιστορίες τους πέρα στις μακρινές υπερατλαντικές πολιτείες, συγγραφείς φλογισμένοι που σκάβανε με νύχια και με δόντια αναζητώντας το ανέφικτο κάτω από τους κυβόλιθους και την άσφαλτο των δρόμων, το αόρατο, τη λύτρωση. Ανάγκη βαθιά να φτάσουνε μέχρι τα Άδυτα των Αδύτων, ν’ ακούσουν τη βοή και τον παφλασμό, να διακρίνουν στο σκοτάδι τα άσπρα κύματα που τσακίζονται στους τοίχους κι αφρίζουν στους έρημους δρόμους των μεγαλουπόλεων. Με τσουρούφλιζε το πάθος των βιβλίων τους, που κυκλοφορούσαν σε λίγες εκατοντάδες αντίτυπα και παρέμεναν αμετάφραστα γιατί δεν ήταν «καθώς πρέπει» μολονότι το ταλέντο τους ήταν περίσσιο…
Βγαίνοντας από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ακρωτηριασμένες από τους πολέμους κοινωνίες εκφράζουν ανοιχτά πλέον την απαξία των κυβερνώντων. Το μοντέλο του πολιτικού ηγέτη με την αφ’ υψηλού αντιμετώπιση και την πατερναλιστική συμπεριφορά απέναντι στο λαό έχει τραυματιστεί ανεπανόρθωτα και είναι πλέον παρωχημένο.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 στην Ευρώπη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ταυτόχρονα με τους διωγμούς του μακαρθισμού, εμφανίζονται κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας που διεκδικούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Παντού δημιουργούνται κινήματα ειρήνης, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία. Στα πανεπιστήμια οι φοιτητές αντιδρούν κατά του αυταρχισμού και της αδικίας με οποιονδήποτε τρόπο και μ’ οποιοδήποτε μέσον και όχι με τους όρους που αναγνωρίζει η εξουσία. Και όταν η τυπογραφία άρχισε να γίνεται πιο ευέλικτη και πιο παραγωγική, επομένως και πιο φτηνή, πολλά κράτη αναγκασμένα από την πίεση που ασκήθηκε από το κοινό επέτρεψαν ουσιαστικά την ελεύθερη κυκλοφορία των βιβλίων. Κι έτσι ξεφύτρωσαν οι πρώτοι μικροί εκδοτικοί οίκοι που τυπώνουν και διαθέτουν αυτόνομα τα βιβλία τους στα πανεπιστήμια, στους δρόμους, στις αγορές, στα μπαρ.
Ο Γιώργος Μακρής. Ποιητής και εκ των πρωτεργατών του Πάλι, αυτοκτόνησε το 1968, πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας. Κατά μία φήμη, λίγο πριν είχε ζητήσει από τον θυρωρό το κλειδί της ταράτσας. «Θα αργήσετε, κύριε Γιώργο;», τον είχε ρωτήσει εκείνος. «Μην ανησυχείς, παιδί μου, κατεβαίνω αμέσως», του απάντησε ο Μακρής. Ανέβηκε και κατέβηκε αμέσως, όπως είχε πει.
Το 1950, ο Τζακ Κέρουακ έχει ήδη γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα The Town and the City, όμως ο συμβατικός τρόπος μυθιστορηματικής αφήγησης δεν τον ικανοποιούσε κι έτσι, μετά από καθημερινούς πειραματισμούς, ανέπτυξε μια νέα, αυθόρμητη, συνεχή, δίχως διορθωτικές επεμβάσεις γραφή, η οποία σόκαρε τους άλλους συγγραφείς που παρέμεναν προσδεμένοι στην αρχή της ραφιναρισμένης επεξεργασίας του κειμένου. Το βιβλίο του On the Road (ελλ. τίτλος: Στο δρόμο) τελείωσε το 1951 αλλά εκδόθηκε μόλις το 1957. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Κέρουακ δεν αφηγείται μια συγκεκριμένη ιστορία, αλλά περιγράφει τα χωρίς τέλος ταξίδια μιας παρέας άφραγκων νέων, οι οποίοι διασχίζουν τη χώρα προς κάθε κατεύθυνση, ερωτευμένοι με τη ζωή, την ομορφιά, την τζαζ, το σεξ, τα ναρκωτικά, την ταχύτητα και το μυστικισμό, με απόλυτη περιφρόνηση προς τον συμβατικό τρόπο ζωής, τα χρονοδιαγράμματα, τους οδικούς χάρτες, την τακτοποίηση, την καριέρα και όλες τις παραδοσιακές αμερικάνικες ανταμοιβές της σκληρής καθημερινής δουλειάς. Ουσιαστικά ήταν ένας ύμνος προς το κίνημα των μπήτνικ, που ζούσαν μέσα στη φτώχεια αλλά ελεύθεροι και έξω από κοινωνικές συμβάσεις (το χειρόγραφο του Τζακ έβριθε από σκηνές ελευθερογαμίας που αφαιρέθηκαν κατ’ απαίτηση του εκδοτικού οίκου).
Και στην Αθήνα των χρόνων εκείνων, μέσα της δεκαετίας του 1950, στα ερείπια εκείνης της προ-πόλης κυκλοφορούν άνθρωποι χωρισμένοι σε φυλές, σε νικητές και ηττημένους, σε ρουφιάνους και πολίτες σιωπηλούς κι απροσδιόριστους, σε διώκτες και διωκόμενους. Δεξιοί, αριστεροί και κάποιοι αόρατοι συνοδοιπόροι… Υπάρχουν κάποια ελάχιστα λογοτεχνικά περιοδικά που γύρω τους στοιχίζονται ποιητές και πεζογράφοι, όλη η συμβιβασμένη ιντελιγκέντσια της εποχής. Οι καλύτερες πέννες της Αριστεράς έχουν προσληφθεί στη δεξιά εφημερίδα Καθημερινή από την Ελένη Βλάχου, στη λογική της κοινωνικής φιλανθρωπίας προς τους ηττημένους, και όφειλαν με τα γραπτά τους να εκθειάζουν τον Καραμαλή, όπως τον λέει ο Πετρόπουλος. Και οι αριστεροί γράφοντες να προσπαθούν μέσα από τα άρθρα τους να περάσουν στίγματα της ιδεολογίας τους απόκρυφα, σημειολογικά, υπογείως τέλος πάντων, κάτι από τις ιδέες για τις οποίες είχαν διωχθεί και εξοριστεί. Και εκεί συνέβαινε το ασύλληπτο, οι μεν δεξιοί να διαβάζουν στα άρθρα της Καθημερινής αυτά που επιθυμούσαν, οι δε αριστεροί να διαβάζουν πίσω απ’ τις γραμμές αυτά που θα ήθελαν να διαβάσουν. Η Αριστερά εκφράζεται μέσα από την Επιθεώρηση Τέχνης, μηνιαίο περιοδικό γραμμάτων και τεχνών, που εκδιδόταν στην Αθήνα από το 1954 μέχρι το 1967. Στη συντακτική επιτροπή και ο Γιώργος Πετρής, βασικό στέλεχος του εντύπου, αδήλωτος ομοφυλόφιλος, που δεν τόλμησε ποτέ να δημοσιεύσει ποιήματα του Καβάφη, αφού οι σύντροφοί του τον θεωρούσαν «ποιητή της παρακμής» λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Το συντηρητικό περιοδικό Εποχές, που κυκλοφόρησε από το 1963 μέχρι τον Απρίλιο του 1967, και το άκρως συντηρητικό περιοδικό Νέα Εστία, μονίμως προσηλωμένο στο απώτατο παρελθόν, συμπληρώνουν τον μικρό κατάλογο των λογοτεχνικών εντύπων.
Σε ολόκληρη τη μισοβουλιαγμένη στο συντηρητισμό προ-πόλη Αθήνα υπάρχει μόνο μια φωλιά ελεύθερης ανάσας, η ιπτάμενη Παράγκα του Σίμου, εκεί συναντιούνται η αριστερή όχθη του Παρισιού και το Βίλλατζ της Νέας Υόρκης. Μαζεύονται νέοι άνθρωποι, κυκλοφορούν ιδέες, γεννιούνται σκέψεις, διαμορφώνονται μυαλά και συνειδήσεις στη μοναδική αυτή ελεύθερη Γη. Ο Πάνος Κουτρουμπούσης, 17χρονος νεαρός τότε, αφηγείται πολύ αργότερα γι’ αυτό το χώρο ελευθερίας:
Η Παράγκα ήταν βασικά ένα ξύλινο διώροφο, στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο πέτρινα κτίρια-βιοτεχνίες στην οδό Σαρρή, όπου μαζεύονταν αγόρια και κορίτσια απ’ τις γύρω γειτονιές, οι περισσότεροι λαϊκοί άνθρωποι, απάγγελλαν ποιήματα που είχαν γράψει, χόρευαν και συζητούσαν περί Υπαρξισμού. Από μια στενή σκάλα ανέβαινες σε ένα σουρεαλιστικό σκηνικό με ραπτομηχανές, καθίσματα αυτοκινήτων, μοτέρ και μουσαμάδες, ξύλινους τοίχους γεμάτους αποκόμματα εφημερίδων, σκιτσάκια του καθενός και φωτογραφίες, ένα φύρδην-μίγδην. Ο Σίμος φοβόταν τις γάτες… Κάποια φορά ένα γατάκι ανέβηκε στην Παράγκα και φώναζε «βγάλτε το έξω!» Απορήσαμε και τον ρώτησα «Σίμο, γιατί;». «Ρε αγαθέ», μου είπε, «το ξέρεις ότι οι γάτες είναι απόγονοι των τίγρεων;». […] Η Παράγκα έκλεισε το τέλος της δεκαετίας του 1950 που έφυγε ο Σίμος για την Ευρώπη (την έκλεισε η αστυνομία, έγιναν παράπονα από γονείς για κοπέλες που πέρναγαν την ώρα τους εκεί, κορίτσια 16 με18, το πολύ 20), αλλά ο χώρος συνέχισε να υπάρχει ως άσυλο για τους backpackers που έρχονταν στην Αθήνα.
Στο προσκήνιο εμφανίζονται η τζαζ και το ροκ εντ ρολ και αγκαλιάζονται από τους νέους ανθρώπους. Η νεολαία ακούει τη δική της μουσική και εκφράζεται μέσα απ’ αυτήν, εφευρίσκει το δικό της ντύσιμο, το μπλουτζήν γίνεται σύμβολο των εξεγερμένων νέων που αρθρώνουν ένα πολιτισμό διαφορετικό από την προηγούμενη «Χαμένη Γενιά».
Στο υπαρξιστικό Παρίσι κυριαρχεί η Νουβέλ Βαγκ στον κινηματογράφο και στο τραγούδι. Ο Μπορίς Βιάν τραγουδάει στις μπουάτ της αριστερής όχθης αντιπολεμικούς στίχους και τραγούδια για τον αναρχικό Μπονό και την παρέα του.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι μπήτνικ με την ανεμελιά τους και τον υπαρξισμό τους μπαίνουν στην πρωτοπορία. Τα ποιήματα κριτικής του Άλεν Γκίνσμπεργκ, η Αμερική και το Ουρλιαχτό, με την επιτύμβια φράση: «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου να χάνονται στην τρέλα – πεινασμένα, υστερικά, ξεγυμνωμένα», η πρόταση ζωής του Τζακ Κέρουακ και τα κείμενά του γίνονται σύμβολα για τους νέους που αναζητούσαν έναν διαφορετικό προβληματισμό. Το ροκ εντ ρολ τους ξεσηκώνει και τους βγάζει στους δρόμους. Οι Μοντς και οι Ρόκερς στην Αγγλία, οι Μπλουζόν Νουάρ στη Γαλλία, οι τεντυμπόηδες στην Ελλάδα, οι Πρόβος στην Ολλανδία.
Το κίνημα των μπήτνικ, οι «Εξουθενωμένοι» και «Μακάριοι» των Ηνωμένων Πολιτειών ανακαλύπτουν την Ευρώπη του Ρεμπώ, του Μπωντλαίρ, του Σελίν και η Ευρώπη με τη σειρά της τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τη Λολίτα του κοσμοπολίτη Ναμπόκοφ.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, ο Γουίλλιαμ Μπάροουζ, ζώντας στο Beat Hotel στο Παρίσι, πειραματίζεται με το φίλο του ζωγράφο Μπράιον Γκίζιν σε μια νέα τεχνική γραψίματος, το cut-up. Με τα cut-up, πειράματα συρραφής κειμένων κομμένων στη μέση, και με τυχαία διπλώματα σελίδων, τα fold-in, απέδειξαν ότι τα τυχαία παραγόμενα κείμενα διαβάζονται κάθε φορά διαφορετικά και πάντα βγαίνει κάποιο νόημα.
Εγώ μεγάλωνα στη σκιά ενός δέντρου. Στη σκιά του μεγάλου μου αδελφού, του Δημήτρη. Που σαν μεγαλύτερος είχε ήδη προλάβει να τα κάνει όλα πολύ πριν από μένα. Που τον θαύμαζα γιατί με ένα χέρι έκανε πράγματα που δεν μπορούσε να τα κάνει άλλος ακόμη και με τα δύο χέρια. Που σχεδίαζε με κάρβουνο και μολύβια, που δούλευε με λαδομπογιές και ζωγράφιζε θεϊκά. Που με προστάτευε όταν χρειαζόταν (και δεν ήταν λίγες οι φορές) και που οι δάσκαλοι στο σχολείο που ακολουθούσα μετά από κείνον είχαν να λένε για τα ταλέντα του. Η Άννα ήταν η ομορφότερη κοπέλα της γειτονιάς μας, μεγάλο ταλέντο κι εκείνη στη ζωγραφική, με μαλλιά ξανθά, κοντοκουρεμένα αλά γκαρσόν, ένα πανέμορφο αγοροκόριτσο. Η μητέρα της δούλευε σε καμπαρέ της πλατείας Συντάγματος και ο πατέρας της, μουσικός στο ίδιο μαγαζί. Κάποια νύχτα ο αδελφός μου, μετά από φασαρία με τους γονείς μας, εξαφανίστηκε. Πήγε με την Άννα. Έλειψε πάνω από μήνα. Μια μέρα που έλειπαν οι γονείς, ήρθαν στο σπίτι και κλείστηκαν σ’ ένα δωμάτιο οι δυο τους. Εγώ μαζί με 2-3 συμμαθητές μου στήσαμε αυτί για να ακούσουμε τι λέγανε και τι κάνουν. Κι αργότερα που έφυγαν μαζί με την Άννα για το λόφο του Φιλοπάππου τους πήραμε από πίσω να δούμε τι θα κάνουν – κάτι μας έλεγε ότι θα γίνει κάτι συγκλονιστικό και δεν έπρεπε να το χάσουμε. Και πράγματι, τους είδαμε να φιλιούνται και να χαϊδεύονται σ’ ένα βράχο κάτω από την Ακρόπολη και μεις, δεκάχρονοι πιτσιρίκοι, παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα.
Από το Πάλι μέχρι την Τρύπα, ο Πάνος Κουτρουμπούσης ήταν παρών συστηματικά στην ελληνική αντεργκράουντ σκηνή, κι ας είχε λείψει πολλά
χρόνια στην Αμερική και στην Αγγλία. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια, μάλιστα, με τα βιβλία του En Αγκαλιά de Κρισγιαούρτι y otros Ταχυδράματα y Historias Περίεργες (Harvey 1978, Aπόπειρα 1987), Στον Θάλαμο του Μυθογράφφ (Απόπειρα 1992) και Η Ταβέρνα του Ζολά (Ιστός 1997), υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής.
χρόνια στην Αμερική και στην Αγγλία. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια, μάλιστα, με τα βιβλία του En Αγκαλιά de Κρισγιαούρτι y otros Ταχυδράματα y Historias Περίεργες (Harvey 1978, Aπόπειρα 1987), Στον Θάλαμο του Μυθογράφφ (Απόπειρα 1992) και Η Ταβέρνα του Ζολά (Ιστός 1997), υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής.
Τους πιάσανε κάποιο ξημέρωμα να κλέβουνε μπουκάλια γάλα που άφηνε ο γαλατάς στις εξώπορτες. Τους πήγαν στα κρατητήρια της Ασφάλειας του 13ου αστυνομικού τμήματος. Θέλανε να τους πάνε αυτόφωρο για να δικαστούν με το νόμο 4000 «περί τεντυμποϊσμού» που μόλις είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση Καραμανλή. Κάποιος ειδοποίησε τον πατέρα μας που έτρεχε και δεν έφτανε. Τελικά τους αφήσανε ελεύθερους και έτσι γλίτωσαν την απίστευτη βαρβαρότητα του κουρέματος με την ψιλή μηχανή, το κόψιμο των γυρισμένων ρεβέρ του μπλουτζήν και τη διαπόμπευση στους δρόμους της Αθήνας, με χειροπέδες και κρεμασμένη στο λαιμό την πινακίδα που έγραφε: «Είμαστε τεντυμπόηδες».
Ο Κεν Κέσι, που είχε γίνει γνωστός με το βιβλίο του Στη φωλιά του κούκου και είχε εμπειρίες με χημικά παραισθησιογόνα, διέδιδε το LSD σαν διευρυντικό του εγκεφάλου και σαν μέσο απελευθέρωσης από τον συντηρητικό τρόπο ζωής. Ο Τίμοθυ Λήρυ, που δίδασκε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, έκανε πειράματα μαζί με τους φοιτητές του με όλων των ειδών τα παραισθησιογόνα, βαρβιτουρικά, κοκαΐνη, αμφεταμίνες, διάφορες μορφές κάνναβης, μανιτάρια, ντατούρα, πεγιότλ, ανιχνεύοντας ζώνες του ασυνείδητου που βρίσκονται στο σκοτάδι. Ένα διογκούμενο αντιαυταρχικό κίνημα ακολουθούσε μια πορεία που το διαχώριζε από τις στενότερες επιδιώξεις του αριστερού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα και στρεφόταν προς μια γενική κριτική της δομής. Η διαφορετικότητα στο χρώμα του δέρματος και στις ερωτικές προτιμήσεις έπαψε να είναι ταμπού σε μια κοινωνία νέων που χαρακτηριζόταν πλέον ανοιχτή και ανεκτική. Οι μπητ λογοτέχνες κήρυσσαν την προσωπική απελευθέρωση, τον εξαγνισμό και τη φώτιση μέσω μιας διευρυνόμενης αισθητηριακής συνειδητότητας που προέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το άκουσμα της τζαζ και το άφημα στο ρυθμό, στο μπητ, στον αυτοσχεδιασμό της ξέφρενης τζαζ, τον ελεύθερο έρωτα, το βουδιστικό Ζεν.
Τα χρόνια του 1960, οι νέοι της Δύσης διαβάζουν και γαλουχούνται σε αντιεξουσιαστικές, ελευθεριακές κι αναρχικές ιδέες κι αναζητούν την ελευθερία σε συμπεριφορές που χαρακτηρίζονταν ώς τότε αντικοινωνικές. Δημιουργώντας κοινόβια ζουν ομαδικά μέσα και έξω από τις πόλεις. Γεννιούνται κινήματα ενάντια στην εργασία και στη λογική «ζω και εργάζομαι για να καταναλώνω». Σε συζητήσεις, σε κείμενα, σε κόμικς, παντού ο homo consumus περιγράφεται ως το πλέον ανεγκέφαλο ον του πλανήτη. Ο χιππισμός, το φοιτητικό κίνημα και οι γίπις στρέφονται κατά των υλιστικών στόχων των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών, τόσο των κομμουνιστικών όσο και των καπιταλιστικών. Στη Βρετανία, η ποπ μουσική και τα συγκροτήματα της ροκ ξεσηκώνουν τη νεολαία. Στο Λονδίνο, ο Ντέηβιντ Κούπερ, που είχε προαναγγείλει Το τέλος της οικογένειας με το ομώνυμο βιβλίο του, οργανώνει με τον Ρόναλντ Λαινγκ και τον Άαρον Έστερσον τις επαναστατικές αντιψυχιατρικές κοινότητες, τόπους υποδοχής διαγνωσμένα σχιζοφρενών, για να τους συντροφεύουν στο εσωτερικό τους ταξίδι, κοινότητες όπου ψυχίατροι και ψυχιατριζόμενοι ζουν μαζί σαν μεγάλη οικογένεια. Νέοι άνθρωποι, σε διάφορα μέρη πάνω στον πλανήτη, δημιουργούν έναν διαφορετικό πολιτισμό με ουτοπικές κοινότητες: στη Δανία, στο Βερολίνο, στο Άμστερνταμ, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Καλιφόρνια, παίρνουν μέρος στο κίνημα καταλήψεων παλιών ακατοίκητων κτιρίων, οργανώνουν κοινόβια, αντιαυταρχικά σχολεία, ιδρύουν εκδοτικούς φορείς, εφημερίδες, περιοδικά.
Ό,τι δεν λεγόταν ή δεν δημοσιευόταν στα ΜΜΕ, τώρα μπορεί να εκφραστεί δημόσια, ανεμπόδιστα, γιατί τώρα εκπληρώνεται η ανάγκη για μια εναλλακτική έκφραση. Υπάρχει πια ένας απίστευτος πλουραλισμός αντεργκράουντ εντύπων.
Όταν το 1963 κλείνει το παρισινό Beat Hotel, ένα βρώμικο και φτηνιάρικο ξενοδοχείο στην αριστερή όχθη, οι μπητ ένοικοί του αποχωρούν μαζικά από το Παρίσι και κατευθύνονται στην Αθήνα και στην Ύδρα. Φεύγουν για την Ελλάδα ο Χάρολντ Νορς, ο Σίνκλερ Μπέιλις, ο Γκρέγκορι Κόρσο, μαζί τους φεύγει και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, που κάνει πρώτο σταθμό στην Αθήνα για να συναντήσει παλιούς φίλους, τον Σπύρο Μεϊμάρη, την Άμυ Μιμς (σύντροφο του Μίνου Αργυράκη), τον Νταν Ρίχτερ κ.ά.
Έγραφε τότε ο Γκίνσμπεργκ:
Θα ήθελα όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο να πλάγιαζα με τον Ρεμπώ! / Θα ήθελα επίσης να μιλήσω με τον Σεζάν, / να συναντήσω σε ένα καφέ τον Γκόγκολ και να κουβεντιάσουμε για τη στιγμή που πέρασε στον θρησκευτικό φανατισμό – όταν ο Θεός του εμήνυσε να κάψει όσα χειρόγραφα του είχαν απομείνει. / Με τον Μπωντλαίρ θα ήθελα να αποκτήσω κάποια οικειότητα λίγο πριν καταντήσει αλκοολικός. / Με τον Καβάφη να καθίσουμε σε ένα καφέ και να μιλήσουμε με τις ώρες για τα νεανικά κορμιά...
Τον ίδιο καιρό, στα χνάρια του Ρεμπώ και του Γκωγκέν, ταξιδεύουν πολλοί νεαροί Αμερικάνοι προς την Ευρώπη, Λονδίνο, Άμστερνταμ, στο Παρίσι, στην Ιταλία, στην Ταγγέρη, στην Αθήνα και στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη, στην Ύδρα. Στην Αθήνα υπάρχει, ζει, κινείται κι αναπνέει μια παράλληλη κοινωνία από μπήτνικ, χίπις, μια κοινωνία νέων Αμερικάνων που βλέπουν τον πόλεμο του Βιετνάμ να τους πλησιάζει και δε θέλουν να πάνε στο στρατό. Συνήθως ζουν στις παρυφές της Ακρόπολης, στα Αναφιώτικα και στην Πλάκα, για να νιώθουν τους αρχαίους κραδασμούς, ή στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, για να βλέπουν και να γεύονται την Ακρόπολη.
Συχνάζουν νύχτα και μέρα στο γαλατάδικο της Κυδαθηναίων και στου Παπασπύρου στην πλατεία Συντάγματος, δίπλα στην American Express, το μεγάλο σημείο συναντήσεων με τα εκατοντάδες καρφιτσωμένα μηνύματα από κάποιους που ήρθαν, κάποιους που φεύγουν, άλλους που ψάχνουν μέσο για να πάνε στην Ινδία και άλλους που ψάχνουν φίλους που βρίσκονται καθ’ οδόν.
Magic Bus ονομάζονταν τα ιδιωτικά λεωφορεία που έκαναν το Δρόμο των Χίπις, τη δεκαετία του ’60 αλλά και του ’70, όταν χιλιάδες χίπις ταξιδεύουν οδικώς από την Ευρώπη για Ινδία και Νεπάλ με το πιο φτηνό μέσο. Οι διαδρομές του Μάτζικ Μπας ξεκίναγαν από το Λονδίνο ή το Άμστερνταμ, αλλά και από την Αθήνα. Όλα σχεδόν τα δρομολόγια περνούσαν από Κωνσταντινούπολη, όπου και χωρίζονταν οι διαδρομές. Η συνήθης βόρεια διαδρομή πέρναγε από την Τεχεράνη, τη Χεράτ, την Καμπούλ, την Πεσαβάρ και τη Λαχώρη. Μια εναλλακτική διαδρομή ήταν από Τουρκία μέσω Συρίας, Ιορδανίας, Ιράκ, Ιράν και Πακιστάν…
Το 1963 ήταν μια πολύ περίεργη χρονιά. Ενώ οι Beatles μεσουρανούσαν σε όλο τον κόσμο, στην Ελλάδα γεννιούνται τα πρώτα ποπ συγκροτήματα. Στην αρχή εμφανίστηκαν οι Φόρμιγξ του Βαγγέλη Παπαθανασίου και ακολούθησαν οι Τζούνιορς με τον Θάνο Σουγιούλ, που έμελλε να σκοτωθεί δύο χρόνια αργότερα σε τροχαίο.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, σύμβολο για τους ειρηνιστές στην Ελλάδα, τραυματίζεται θανάσιμα στη Θεσσαλονίκη από παρακρατικούς με σιδερολοστό στο κεφάλι. Ο σκηνοθέτης Δήμος Θέος γυρίζει το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ 100 ώρες του Μάη, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου συρρέουν στην κηδεία του Λαμπράκη. Εκεί θα ακουστεί για πρώτη φορά το σύνθημα «κάθε νέος και Λαμπράκης». Το σύνθημα έγινε κίνημα και οι Λαμπράκηδες ξεπέρασαν τις 400 χιλιάδες εγγραφές μελών μέσα στο καλοκαίρι.
Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, 1963, στο Ντάλας των ΗΠΑ δολοφονείται ο πρόεδρος της Αμερικής Τζων Κένεντι.
ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΑΛΙ
Την ίδια εποχή εκδίδεται στην Αθήνα το ρηξικέλευθο περιοδικό Πάλι, που δηλώνει «εχθρικό προς κάθε είδους συντήρηση». Στα έξι τεύχη του περιοδικού που κυκλοφόρησαν από το Φεβρουάριο του 1964 ώς το Δεκέμβρη του 1966, περιέχονται κείμενα των Παλινιστών: Μαντώς Αραβαντινού, Νάνου Βαλαωρίτη, Τάσου Δενέγρη, Νίκου Εγγονόπουλου, Ανδρέα Εμπειρίκου, Νικόλαου Κάλα, Παναγιώτη Κουτρουμπούση, Γιώργου Μακρή, Σπύρου Μεϊμάρη, Εύας Μυλωνά, Σωτήρη Παπαπολίτη, Τάκη Παπατσώνη, Δημήτρη Πουλικάκου, Αλέξανδρου Πωπ, Δημήτρη Ρικάκη, Γιώργου Σεφέρη, Αλέξανδρου Σχινά, Κώστα Ταχτσή, Γιάννη Τσαρούχη, Λεωνίδα Χρηστάκη, και σχέδια των ζωγράφων: Αλέξη Ακριθάκη, Μίνου Αργυράκη, Γιάννη Γαΐτη, Νίκου Εγγονόπουλου, Μιχάλη Μακρουλάκη, Γιάννη Μιγάδη και Αλέκου Φασιανού. Και τον μόνο που άφησαν απ’ έξω και απλώς τον αναφέρανε ήταν ο σπουδαίος ποιητής Μιχάλης Κατσαρός. Μιλώντας για την έκδοση του Πάλι, ο Δημήτρης Πουλικάκος έχει πει:
Στα μέσα του 1962, με τον Παναγιώτη Κουτρουμπούση, αποφασίσαμε να κοιτάξουμε να βγάλουμε ένα περιοδικό. Αργότερα προς το φθινόπωρο το είπαμε και στο Λεωνίδα Χρηστάκη που πρότεινε να μας φέρει σ’ επαφή με τον Νάνο Βαλαωρίτη. Έτσι γνωρίσαμε τον Νάνο που μας είπε ότι κι αυτός χρόνια τώρα ήθελε να βγάλει ένα τέτοιο έντυπο. Σιγά σιγά σχηματίστηκε μια επιτροπή από τους Νάνο Βαλαωρίτη, Γιώργο Μακρή, Τάσο Δενέγρη, Μαντώ Αραβαντινού, Παναγιώτη Κουτρουμπούση κι εμένα, που με τη βοήθεια και του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Κώστα Ταχτσή και του Λεωνίδα Χρηστάκη, βγάλαμε το πρώτο τεύχος, αρχές του ’64. Σ’ αυτό, τον πρόλογο μάς έγραψε ο Μακρής. Μετά, σκορπίσαμε με διάφορα ταξίδια και τα υπόλοιπα τεύχη τα δούλεψε ο Νάνος περισσότερο, εκτός από το 4 που το ’βγαλε ο Ταχτσής. Το ’67 βέβαια σταματήσαμε όπως όλοι μας.
Σχέδιο του Σταύρου Καπλανίδη, που χρησιμοποιήθηκε, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, για να εικονογραφήσει το εξώφυλλο της μπροσούρας με το κείμενο της Ανν Κεντ, Ο μύθος του κολπικού οργασμού.
Γιώργος Μπουκουβάλας Δια χειρός Φασιανού
Και ο Πάνος Κουτρουμπούσης θυμάται:
Το Πάλι βγήκε το χειμώνα του 1963-64. Πριν ένα χρόνο περίπου είχαμε κάνει με τον Δημήτρη Πουλικάκο ένα «συμβάν» με γενικό τίτλο Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ή Δοκιμαστικοί Σωλήνες στο κέντρο Συμπόσιον που είχε ανοίξει ο Γιώργος Μπουκουβάλας στην Πλάκα, όπου εκδηλωθήκαμε εν λευκώ, και μετά παρ’ όλο που πολλοί είχαν αηδιάσει απ’ αυτή την εκδήλωση και μας γλωσσοτρώγανε, εμάς μας πήραν τα μυαλά αέρα και σκεφτόμασταν πώς να σκαρώσουμε κάνα περιοδικό για να «συνεχίσουμε τον αγώνα». Αλλά ενώ γυρίζαμε με πολλά βιβλία στις τσέπες των αμερικάνικων στρατιωτικών σακακιών μας, δεν καταφέρναμε τίποτα, κυρίως επειδή λείπαν’ τα λεφτά. Μετά εγώ έφυγα για κάμποσους μήνες αλλά ο Πουλικάκος γνώρισε τον Νάνο τον Βαλαωρίτη, του ανέφερε τους κρυφούς μας πόθους (για περιοδικό δηλαδή) και αυτομάτως αλληλο-ενθουσιασθήκανε ανανεωμένοι γιατί και ο Νάνος τέτοιους πόθους έτρεφε. Ο Δημήτρης με ειδοποίησε στο poste-restante στο Παρίσι κι έτρεξα κι εγώ πίσω στην Αθήνα σαν τρελός μπας και μείνω έξω απ’ τη φτιάξη σαν τις μωρές παρθένες. Εδώ, μαζί μ’ εμάς τους τρεις γίνονται κι άλλοι μέλη του «σκληρού πυρήνα». Ο Γιώργος ο Μακρής – που κι αυτός γύριζε πάντα μ’ ένα βιβλίο στην τσέπη με τα περιθώρια κάθε σελίδας γεμάτα σημειώσεις του -, ο Κώστας Ταχτσής, ο Τάσος Δενέγρης, ο Αντρέας Εμπειρίκος. Τρεις – τέσσερεις βάλαν από λίγα λεφτά και μαζευόμαστε όλοι, λίγο στο ημιυπόγειο του Δημήτρη, λίγο στο σπίτι του Νάνου, και το περιοδικό παίρνει οριστική μορφή. Εμείς συνεχίζαμε απτόητοι να βγάζουμε τα τεύχη σε αραιά διαστήματα. Σε λίγο το κύριο βάρος της δουλειάς έπεσε στον Βαλαωρίτη, με τους περισσότερους από μας πάντα κοντά, μέχρι το τέλος του 1966. Τους πρώτους μήνες του 1967 ο Νάνος κι εγώ – που έτυχε να είμαστε οι μόνοι παρόντες εκείνο το διάστημα –αρχίσαμε να σκεφτόμαστε για ένα καινούργιο τεύχος, το νούμερο 7, που θα είχε σαν κεντρικό θέμα το Αλλόκοτο (δηλαδή παραψυχικά, μεταφυσικά, εξωγήινα, κ.τ.λ.) κι εγώ θα αναλάμβανα το βάρος του όλου τεύχους. Πριν όμως προφτάσουμε να αρχίσουμε πραγματοποίησαν τους κρυφούς τους πόθους οι συνταγματάρχες και καθώς αυτονών οι πόθοι ήταν πολύ διαφορετικοί από τους δικούς μας, το κλείσαμε το μαγαζί και άλλοι φύγανε για άλλες χώρες, άλλοι μπλέξαν σε άλλες ασχολίες. Ένας μας μάλιστα, τόσο αηδίασε απ’ την θλιβερή μορφή που πήρε η ζωή στην Ελλάδα, που πήδηξε από μια ταράτσα… [σσ. εννοεί τον Γιώργο Μακρή, που αυτοκτόνησε το 1968]
Η Άμυ Μιμς, σύντροφος του Μίνου Αργυράκη, πήγε μια μέρα το φίλο της Άλεν Γκίνσμπεργκ σ’ ένα λαϊκό μαγαζί με τζουκ-μποξ στο Πέραμα κι εκεί ο Γκίνσμπεργκ έγραψε το «Seabattle of Salamis Took Place off Perama». Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1965 στο πρώτο τεύχος του Residu που εξέδωσε ο αμερικανός ηθοποιός και ποιητής Ντάνιελ Ρίχτερ, ο οποίος έμενε στη Νεάπολη. Το αγγλόφωνο περιοδικό Residu περιλάμβανε εικόνες, ποιήματα και κείμενα των μπητ που πέρασαν ή ζούσαν στην Αθήνα: Χάρολντ Νορς, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Τζορτζ Άντριους που ήταν έγκλειστος στις φυλακές της Ταγγέρης, Τσαρλς Χένρι Φορντ, από τους τελευταίους σουρεαλιστές, φίλος του Νορς που έφτιαχνε κολάζ ποιήματα, Φίλιπ Λαμάντια, Ρον Ζιμάρντι, Νάνος Βαλαωρίτης και η γυναίκα του Μαίρη Ουίλσον που ζωγράφιζε, Ντάνιελ Ρίχτερ, Έλλη Συναδινού: Remebrance from Syros, Κέι Τζόνσον: From “LSD-748”, Σέλντον Κολστ: Notes on the Use of Hashish.
Ο Μίνως Αργυράκης με την Άμυ Μιμς, τον Τσαρούχη και τον Ευγένιο Σπαθάρη δημιούργησαν το 1966 στην Πλάκα, την Κιβωτό της Άμυ, ένα χώρο καλλιτεχνικού πειραματισμού που απέπνεε έναν απόλυτο αέρα ελευθερίας και όπου γίνονταν διάφορα απρόοπτα με λόγο, μουσική και χορό. Ήμουν πολύ νέος τότε και τυχαία ανακάλυψα τον πρωτοποριακό αυτό χώρο ο οποίος με γοήτευσε. Τον έκλεισε αργότερα η χούντα, γιατί δεν είχε άδεια «μετά μουσικών οργάνων», και ο Αργυράκης με την Άμυ έφυγαν εκτός Ελλάδας, με πρώτο σταθμό την Ισπανία, κατόπιν στο Λονδίνο και τέλος στην Κοπεγχάγη, όπου και έζησαν μέχρι το 1974 φιλοξενούμενοι του γλύπτη Τάκη. Στην Κοπεγχάγη, ο Αργυράκης εξέδωσε, μετά την Οδό Ονείρων, ένα δεύτερο σατιρικό λεύκωμα με σκίτσα και κείμενα υπό τον τίτλο Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον.
Ο Πάνος Κουτρουμπούσης λέει γι’ αυτή την εποχή:
Κάτι πρέπει να έμεινε από τα ’60s, όχι μόνο σε μας που τα ζήσαμε, αλλά γενικά στον κόσμο. Όσα τρελά έγιναν όμως, το σύστημα βρήκε ευκαιρία να τα κοροϊδέψει και να πει «τι ξεφτίλα ήταν αυτή», κι έτσι τα καλά τους σημεία έσβησαν. Στα μυαλά μένει η αντίσταση, η προσπάθεια για καλυτέρευση της φύσης και των ανθρώπων. Τα ναρκωτικά ήταν αυτά που τα χάλασαν όλα. Πολλοί πέρασαν σε αυτά και στον χιπισμό και έτσι βρήκαν ευκαιρία να τους αγοράσουν, να γίνουν έμποροι. Άρχισαν έτσι να ξεφτίζουν και να διαλύονται οι παρέες, πολλοί έφυγαν έξω. Τα πρώτα πέντε χρόνια ήταν όλα καλά, αλητείες με παρέες, rock ’n’ roll, άντε και καμιά μαριχουάνα, μετά όμως το ’65, που αρχίζουν οι πολιτικές ανωμαλίες και φτάνουμε στο τέρμα, διαλύθηκαν όλα. Πέφτει ένα γκριζάρισμα, άρχισαν τα κυνηγητά. Τις παρέες μου και μένα δεν μας κυνηγούσε κανείς, αλλά το ’67 έφυγα έξω και κάπου εκεί ήταν το τέλος για τα ελληνικά ’60s.
ΕΝΑ ΧΤΑΠΟΔΙ
ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Τέλος καλοκαιριού του 1974. Ερχόμενος στην Ελλάδα, μετά από αρκετά χρόνια παραμονής μου σε διάφορες χώρες του κόσμου, κυρίως της κεντροδυτικής Ευρώπης, διαπίστωσα ότι η χούντα είχε αποσυντεθεί και είχε λιώσει σαν βρικόλακας και οι κάτοικοι αυτής της χώρας ζούσαν μέσα σ’ ένα συνεχές παραλήρημα μέθης και ευωχίας, σε μια διαρκή γιορτή ελευθερίας. Μολονότι δεν γνώριζα σχεδόν κανέναν όλα μου φαίνονταν οικεία. Όλοι βρίσκονταν έξω στους δρόμους και παντού στήνονταν πηγαδάκια συζητήσεων. Ο κόσμος είχε ανάγκη να μιλήσει, να διώξει το κακό όνειρο και το φόβο. Μετά από το ζόφο των επτά χρόνων δικτατορίας, μέσα σε συνθήκες ελευθερίας πλέον, οι άνθρωποι δίψαγαν ν’ ανακτήσουν τον χαμένο χρόνο, κυκλοφορούσαν ιδέες κι όλα φάνταζαν εφικτά, δυνατά, πραγματοποιήσιμα. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας –το ’βλεπες– ένιωθαν ξαλαφρωμένοι, ανάεροι, ανοιχτοί σε κάθε καινούργια ιδέα, όλα ήταν πρωτόγνωρα, πρωτόφαντα, πρωτάκουστα. Βγαίναμε έξω και γνωρίζαμε κάθε βράδυ νέους ανθρώπους. Ήταν λίγο σαν να ξαναανακαλύπτανε τον κόσμο, όλα όσα ήταν απαγορευμένα τώρα πλέον επιτρέπονταν…
Το βιβλιοπωλείο Οκτόπους το άνοιξα λίγο μετά την επιστροφή μου.Το μήνα Νοέμβρη βρήκα ένα πολύ ωραίο ακατοίκητο διώροφο νεοκλασικό και στο ημιυπόγειο έγινε το βιβλιοπωλείο, αφού πρώτα το έβαψα μαύρο απ’ έξω και μέσα θαλασσί. Μια μέρα, ο υδραυλικός της γειτονιάς που έκανε κάποιες εργασίες στο βιβλιοπωλείο μού είπε την ιστορία του ακατοίκητου κτιρίου. Στο χώρο που τώρα είχα νοικιάσει, χρόνια πριν, ήταν το «σπίτι» της Ζιζής, κι εκεί που τώρα είχα βάλει το γραφείο μου ήταν το κρεβάτι όπου δεχόταν τους πελάτες της, από κάτω έκρυβε το δοχείο νυκτός για τις πλύσεις των πελατών με περμαγκανάντ μετά την πράξη. Η Ζιζή ήταν από «καθώς πρέπει» σπίτι αλλά τα είχε μπλέξει μ’ ένα σκληρό αγαπητικό που τη σπίτωσε. Κάποτε, η μάνα του κοριτσιού, που ’χε φάει τον κόσμο να την εύρει, εμφανίστηκε στο μπορντέλο κι έπεσε στα πόδια της Ζιζής για να την πείσει να επιστρέψει στο σπίτι. Εκείνη την ώρα μπήκε ο προστάτης κι όταν άκουσε από τη Ζιζή ότι φεύγει, έβγαλε το κουμπούρι του και της την άναψε. Η Ζιζή στο χώμα και κείνος στη στενή. Το σπίτι έκτοτε παρέμεινε ακατοίκητο και καταραμένο.
Στο αναμεταξύ, οι εκδότες είχαν ανοίξει τις κρυφές αποθήκες όπου είχαν καταχωνιασμένα τα απαγορευμένα στη διάρκεια της χούντας βιβλία και τα έβγαλαν στην αγορά, ενώ παράλληλα τυπώνονταν και ανατυπώνονταν βιβλία με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αλλά σε κάκιστες στην πλειονότητά τους μεταφράσεις. Γίνονταν ακόμη και ουρές για βιβλία που μόλις είχαν κυκλοφορήσει.
Ο κόσμος προσπαθούσε να αναπληρώσει όλα εκείνα τα σκοτεινά και σιωπηλά χρόνια που ξεκίνησαν με τη μεταξική δικτατορία και συνεχίστηκαν με τον πόλεμο του ’40-την κατοχή-τον εμφύλιο-τον καραμανλισμό-τη χούντα-σχεδόν σαράντα χρόνια σιωπή.
Ο αντεργκράουντ Τύπος της δεκαετίας του 1980 όπως το περιοδικό Ιδεοδρόμιο, το 1980 έδινε ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα κοινωνικής απελευθέρωσης.
Ήταν αρχές του 1975 όταν οι χουντικοί μεταφέρθηκαν από την Τζια, όπου ήταν εκτοπισμένοι, στις φυλακές του Κορυδαλλού όπου και θα γινόταν η δίκη τους, κι εγώ ετοίμασα μερικά πακέτα με αναρχοκομμουνιστικά βιβλία, ένα δωράκι για κάθε πρωτοπαλίκαρο, και τα πήγα στον Κορυδαλλό όπου στο επισκεπτήριο αρνήθηκαν να με αφήσουν να τα δώσω ο ίδιος αλλά και να τα παραλάβουν, και τελικά τα παρέδωσα στον διευθυντή των φυλακών για να τα εγχειρίσει στους αρχιχουνταίους μπας και διαβάσουνε και ξεστραβωθούνε!
Λίγες μέρες μετά, μια νύχτα του Μάρτη, τα φασιστοειδή της Νέας Τάξης (της σημερινής Χρυσής Αυγής) έκαψαν το βιβλιοπωλείο Οκτόπους, αλλά εγώ την είχα καταφχαριστηθεί την όλη φάση. Από εκείνη την ημέρα, σα να λειτούργησε κάποιο είδος αλληλεγγύης και έμπρακτης συμπαράστασης, άρχισαν να συρρέουν εκατοντάδες άνθρωποι στο βιβλιοπωλείο της οδού Κωλέττη. Πολύ γρήγορα το Οκτόπους έγινε κοινωνικός χώρος και στέκι, κι αυτό που πάντα θεωρούσα πρώτιστο στη ζωή μου, να δημιουργώ ανθρώπινες σχέσεις και φιλίες, πραγματώθηκε με τον καλύτερο τρόπο.
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΚΩΛΕΤΤΗ
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια του 1950 και του 1960, που η νεολαία πήγαινε μαζικά στο Κολωνάκι και στις παρυφές του, τώρα οι νέοι «ψάχνονταν» στα πολιτικοποιημένα Εξάρχεια. Νέοι άνθρωποι, πολύ θυμωμένοι με όλα και με όλους. Μου θύμιζαν τους εξαγριωμένους πιτσιρικάδες της λογοτεχνίας, τον Φρανσουά Βιγιόν, τον Αρθούρο Ρεμπώ, τον Παναΐτ Ιστράτι, τον Αλφρέντ Ζαρύ, τον Νηλ Κάσσαντυ, που τους είχα κάπου, κάποτε, ανταμώσει. Λίγο πολύ όλοι τους έκαναν την προσωπική τους επανάσταση. Χειραφετούνταν από το γονικό σπίτι, ανεξαρτητοποιούνταν. Νωρίς τα πρωινά έρχονταν κάποιοι απ’ αυτούς που είχαν ανάγκη να δουλέψουν, διάλεγαν βιβλία από τα ράφια και πήγαιναν στο Πολυτεχνείο και στα Προπύλαια να τα πουλήσουν. Το μεσημέρι που επέστρεφαν κράταγαν το κέρδος τους ενώ έδιναν στο βιβλιοπωλείο τα χρήματα του κόστους αγοράς. Δουλειές γύρω δεν υπήρχαν ή, κι αν βρίσκονταν κάποιες, ήταν εντελώς βαρετές.
Όποιος έμπαινε στο βιβλιοπωλείο για πρώτη φορά, έπρεπε να υποστεί και την ανάλογη διερευνητική, ανακριτική στιχομυθία. «Είσαι μαζί μας στον ορατό κόσμο ή είσαι εκεί έξω με τους άλλους που είναι αόρατοι; Απεκδύσου από την καθημερινή μιζέρια σου (βγάλε αυτά τα ρούχα που φοράς που σε κάνουν αόρατο) και κάτσε μαζί μας».
Συχνά περνούσε από το βιβλιοπωλείο ο αγαπημένος Βαγγέλης Μανιάτης με τα ξυλοπόδαρά του και καθόταν απ’ έξω να ξεκουραστεί. Άλλοτε μόνος, άλλοτε με τους «Γίγαντες» ακροβάτες που έκαναν τα ακροβατικά τους για χάρη μας. Χάπενιγκ, αυθόρμητα δρώμενα γίνονταν σχεδόν καθημερινά στην οδό Κωλέττη. Όποιος ήθελε έμπαινε και έπαιρνε όποιο βιβλίο ήθελε, χωρίς καν να ρωτήσει. Μέσα στο βιβλιοπωλείο υπήρχε δανειστική βιβλιοθήκη και λειτουργούσε αναγνωστήριο, ψυχοθεραπευτήριο, αφουγκραστήριο, κι ο Μαξ μοίραζε ερωτικές συμβουλές και προσκαλούσε τις κόρες των αντικρινών φροντιστηρίων να ενωθούν μαζί μας. Τα Χταπόδια, εραστές και οπαδοί του Αυθόρμητου, της Αυθαιρεσίας, της Αυτονομίας, σκανδαλίζονταν από τα νεαρά θηλυκά – αλλά και τις σκανδαλίζανε…
Ο Αντρέας (ο Ροκ) Μάχος μίλαγε για τον Έρικ Κλάπτον που τον είχε γνωρίσει κάποτε, όταν έπαιξε στον Πειραιά, και φάγανε μαζί σουβλάκια στην Τερψιθέα και δηλητηριαστήκανε μαζί. Μας έλεγε για τον Φρανκ Ζάππα, ότι ήταν από καταγωγή Έλληνας από τη Μεγάλη Ελλάδα, και ερμήνευε τα κρυμμένα μηνύματα των στίχων του Freak Out που ήταν αναγνώσιμα μόνον στους φρίκους. Ο Δαβίδ μας διάβαζε τα ολονύκτια βάσανα της ξαγρύπνιας του, που ήταν οι οικογενειακοί του εφιάλτες και οδηγούσαν κατ’ ευθείαν στο Δαφνί. Ο Θάνος ο Λοστ, που ερχόταν όλο και πιο συχνά, κουβέντιαζε παθιασμένα ότι μόνο με προβοκάτσιες θα μπορέσουμε να βάλουμε φωτιά στα μυαλά και στις συνειδήσεις των άλλων.
Ο Χρήστος Ζυγομαλάς, μαζί με κάποιους μαθητές, δημιούργησαν ένα συγκρότημα και παίζανε τραγούδια που γράφονταν επί τόπου. Κάποια στιγμή μελοποίησαν και τον ρεμπέτικο στίχο «Νατάσσα της Αυγής και του Περαία», για τον Έρωτα του βιβλιοπωλείου. Ο Γιώργος Κακουλίδης διάβαζε τα πρώτα του ποιήματα με τίτλο Λίμπερτι, το καράβι που μπαρκάρισε η ψυχούλα του στα δεκάξι του μόλις χρόνια.
Εκείνο τον καιρό διάβασα την Aυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη που είχε μόλις κυκλοφορήσει και συγκλονίστηκα. Ζώντας μακριά από την Ελλάδα αγνοούσα και τους ρεμπέτες και τα τραγούδια τους. Και επειδή ο Μάρκος μου άρεσε, κάποιο βράδυ που τον άκουσα στο ραδιόφωνο να τραγουδάει σε μια παλιά ηχογράφηση του 1961, τον μαγνητοφώνησα. Απ’ ό,τι διαπίστωσα αργότερα, το ντέμο με τα άγνωστα τραγούδια του Μάρκου χάθηκε και έμεινε σαν μαρτυρία η δική μου ηχογράφηση από το ραδιόφωνο.
Πότε πότε περνούσε από το βιβλιοπωλείο και ο σημαντικός ανθρωποποιητής Μιχάλης Κατσαρός για να μας δει. Περνούσαν και κάποιοι γεροεπαναστάτες, όπως ο Άγις Στίνας, που γοητευόταν από το ελευθεριακό πνεύμα του βιβλιοπωλείου. Ερχόταν επίσης και ο Γιάννης Γαλανόπουλος, εκδότης του καλού περιοδικού Επίθεση που έβγαινε στη χούντα. Ο Νίκος Μπαλής, μόλις τυπωνόταν το Όταν, το έφερνε αμέσως στο μαγαζί όπου πουλιόταν μέχρι να πεις κύμινο. Η Ιουλία Ραλλίδη καθόταν μαζί μας κι όλο μιλούσε για τους μπητ συγγραφείς και για την ελευθερία που αποπνέουν τα κείμενά τους.
Τακτικός θαμώνας του Οκτόπους και ο Λεωνίδας Χρηστάκης που κουβαλούσε σε πακέτα των εκατό αντιτύπων το Παντέρμα (Παντός δέρμα ή παντός τέρμα), τον Κούρο και τον ΜικροKούρο και γέμιζε τα τζάμια του μαγαζιού με τις φοβερές αφισέτες του, όπου κατήγγελλε τον έμπορο όπλων Νίκο Παπαδάκη για την κατεστημενοποίηση της Σκηνής και του περιοδικού Πάλι, του ελληνικού αντεργκράουντ δηλαδή, μέσα από την άχαρη και μεγαλεπήβολη παρουσίασή της στο περιοδικό Σήμα, ή όπου ξέχεζε τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη για τις μειλίχιες ανελίξεις του περί την εξουσία στο δρόμο για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά και πάντες τους κρατικοδίαιτους δημιουργούς που πρώτα τσάκωναν τις παχυλές κρατικές επιχορηγήσεις και κατόπιν έβγαζαν επαναστατικές κορώνες ενάντια στο κράτος. Καμιά φορά, ο Λεωνίδας μάς σχιζοαπήγγελλε κάποιο ποίημα.
Τα Χταπόδια έκαναν πρόχειρες εκθέσεις των έργων τους. Τα έστηναν στον πρώτο χώρο του βιβλιοπωλείου, ώστε να τα βλέπουν όλοι όσοι έμπαιναν μέσα, πάνω στα δυο καβαλέτα που υπήρχαν εκεί, ή τα καρφίτσωναν στα φύλλα φελλού που κάλυπταν τους τοίχους και κάτω από τα έργα υπήρχε πάντα χώρος για να γράφονται σχόλια. Μερικά από τα έργα εκείνα παρουσιάζονται σήμερα στην ηλεκτρονική έκδοση της Τρύπας. Υπάρχουν έργα αρκετών φίλων αλλά και μερικά που είναι ανυπόγραφα και δεν θυμάμαι καν ποιανών ήσαν. Ας συγχωρεθεί αυτή η έλλειψη μνήμης…
Πρώτος εξέθεσε τα έργα του ο ομογάλακτός μου Σταύρος (Steve) Καπλανίδης, ο μόνος άνθρωπος που γνώριζα σε αυτήν την πόλη απ’ τα παλιά και που μόλις είχε επιστρέψει και κείνος από τη Γαλλία. Σειρά πήρε ο Ηλίας Πολίτης και έδειξε τη δουλειά του όπου κυριαρχούσαν οι γάτες. Ο Λάζαρος Ζήκος, ένα νεαρό παιδί με μια γλύκα αλλά συνάμα και ποιητικά απόμακρος, περνούσε αραιά και πού και μας άφηνε τα αποκαλυπτικά του σχέδια που τα καρφίτσωνα εγώ για να τα βλέπουν οι άλλοι. Το ίδιο και ο Νίκος Λίμπερ, που όταν σχεδίαζε με το ραπιντογράφο ακούμπαγε κάπου δίπλα τα χοντρογυαλιά του κι έσκυβε πάνω στο μπλοκ στα πέντε εκατοστά απόσταση ακουμπώντας σχεδόν τη μύτη του πάνω στο χαρτί. Ο Σωτήρης Νάτσης, μεγαλωμένος στο ορφανοτροφείο χωρίς να γνωρίσει ποτέ γονείς, λιγομίλητος, έφερνε κι αυτός τα σχέδιά του. Και η Μόνικα Στορκ, που είχε αναγκαστεί να παντρευτεί στα δεκαπέντε της επειδή έμεινε έγκυος και τώρα, μακριά απ’ την κόρη της την Αννέτα που μεγάλωνε ερήμην της στη Γερμανία, καθόταν σε μια γωνιά και όλο σχεδίαζε με παστέλ και μαύρους μαρκαδόρους, ώσπου κάποτε αποφάσισε να εκθέσει κι εκείνη τα έργα της.
Αργά τις νύχτες κάποιοι έφευγαν με μπουγέλα κόλλας και πινέλα για να κολλήσουν διάφορες αφίσες, αντιπολεμικές αλλά και ενάντια στην υποχρεωτική στράτευση, ενάντια στις τεράστιες δαπάνες για τις στρατιωτικές «ανάγκες», αφίσες ενάντια στο σχολείο που λειτουργούσε ως κρεατομηχανή, και συχνά προέκυπτε κυνήγι με τους μπάτσους. Ο Ηλίας Πολίτης ξεκίνησε μόνος του την εγκληματική του τέχνη πάνω στους τριγύρω τοίχους. Έγραφε συνθήματα για επικοινωνία και για ερωτικούς λυγμούς, ενώ εκθείαζε την τρυφερότητα των γάτων. Στην ουσία, στόλιζε με το σπρέι του τους τοίχους των Εξαρχείων γράφοντας τα ποιητικά του κείμενα που συνεχίζονταν από δρόμο σε δρόμο. Κι όταν τον ψάχναμε, ακολουθούσαμε απλώς τη διαδρομή των κειμένων ώσπου κάπου τον πετυχαίναμε.
Κάθε Τετάρτη στις έξι το απόγευμα μοιράζαμε βιβλία δωρεάν. Μαζεύονταν νέα παιδιά από τα φροντιστήρια και ο Βασίλας, ο πρώτος στρίκερ της Αθήνας, κρυμμένος πίσω από την πορφυρή κουρτίνα στο Υπόγειο των Ερωτικών Βογκητών, ξερόβηχε και άλλαζε την τσιριχτή λεπτή φωνή του σε μπάσα, ενώ ρώταγε δήθεν σοβαρά τον πρώτο στην ουρά αν τραβάει ανενδοίαστα μαλακία και μετά την απάντηση του έδινε το βιβλίο. Μπορεί να ’τανε το Κόκκινο Βιβλιαράκι των Μαθητών ή Η Σεξουαλική Επανάσταση του Βίλχελμ Ράιχ, ο Μοναδικός και το Δικό του του Μαξ Στίρνερ, το Θεός και Κράτος του Μιχαήλ Μπακούνιν, Οι Κόμποι του Ρόναλντ Λαινγκ ή το Άκου Μαρξιστή του Μάρεϊ Μπούκσιν ή ο Θάνατος της Οικογένειας του Ντέηβιντ Κούπερ.
Τις Δευτέρες, πάλι, γίνονταν λογοτεχνικές βραδιές όπου γράφαμε κείμενα ομαδικά, αλυσιδωτά, δηλαδή ξεκίναγε κάποιος το γράψιμο και συνέχιζε κάποιος άλλος και μετά κάποιος τρίτος κ.ο.κ. Διαβάζαμε επίσης τα γραφτά μας ο καθένας, πεζό ή ποίηση και εάν τα κείμενα τύχαιναν επιδοκιμασίας από την ομήγυρη τα τυπώναμε σε δίφυλλα στον πολύγραφο και τα μοιράζαμε στο Οκτόπους και έξω στην οδό Κωλέττη δωρεάν.
Και στο τέλος της βδομάδας το πρόγραμμα είχε βωβό κλασικό κινηματογράφο. Ερχόταν ο παλιόφιλος Νίκος Θεοδοσίου και με τη Super 8άρα μηχανή του μας πρόβαλλε τις ταινίες που είχε φέρει από το Παρίσι: Τη Μισαλλοδοξία (1916) του Γκρίφιθ, το Νανούκ του Βορρά (1921) του Φλάερτι, την Απληστία (1924) του Έριχ φον Στροχάιμ, το Στρατηγό (1926) του Μπάστερ Κήτον, τον Ανδαλουσιανό Σκύλο (1929) του Λουίς Μπουνιουέλ, τον Άνθρωπο με την κινηματογραφική μηχανή του Τζίγκα Βερτόφ (1929), αλλά και το αριστούργημα του Ζαν Βιγκώ Διαγωγή Μηδέν (1933).
Μια άλλη δραστηριότητα του Οκτόπους ήταν οι φτηνές εκδόσεις. Εκτός από τις αφίσες ενάντια στη στράτευση, τυπώναμε μπροσούρες με θέματα που ακουμπούσαν στον προβληματισμό και στην ατμόσφαιρα του χώρου για την ελευθεριακή δράση, την κοινοβιακή ζωή, τον ελεύθερο έρωτα, που τις μετέφραζαν διάφοροι πιτσιρικάδες. Στη σειρά των εκδόσεων κυκλοφόρησαν τα Ναρκωτικά και η Σύγχρονη Επέκτασή τους, Ο Μύθος του Κολπικού Οργασμού της Ανν Κεντ, ο Ένοπλος Έρωτας δεν είναι μόνο Σύνθημα, Η Χαρακτηρολογική επίλυση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος του Βίλχελμ Ράιχ, το Γράμμα σ’ έναν Αδελφό-κείμενα για τη Απελευθέρωση του Άντρα του Κλοντ Στάινερ, το Δικαίωμα στη Μαλακία της Όσσα Χάμοντ και Κείμενα για την Ψυχεδελική Επανάσταση, που είχαν γραφτεί από τον Τίμοθι Λίρι.
Τον ίδιο καιρό, κυκλοφορούσαν στα λίγα στέκια της Αθήνας, μεταφρασμένα στα ελληνικά, διάφορα ελευθεριακά και αντεργκράουντ έντυπα με εμπειρίες από τα κινήματα των αντιεξουσιαστών φοιτητών στη Γαλλία, τη Γερμανία και την εξέλιξη κάθε τύπου αναρχισμού. Για το πείραμα της Χριστιανίας, στην Κοπεγχάγη, όπου κάτι αντίστοιχο δεν είχε ξαναγίνει πουθενά αλλού στον κόσμο, αλλά και για τις εμπειρίες του Κεν Κέσι, που είχε γράψει το σπουδαίο βιβλίο Στη Φωλιά του Κούκου –κι έγινε ταινία από τον Μίλος Φόρμαν εκείνη τη χρονιά (1975)– όπου κήρυττε ότι το LSD, σαν διευρυντικό του εγκεφάλου, είναι το όχημα για την απελευθέρωση από τον συντηρητικό τρόπο ζωής.
Όλα αυτά τα έντυπα διακινούνταν μέσα σε λογικές αντικουλτούρας και εναλλακτικού τρόπου ζωής, με μικρό τιράζ, χέρι χέρι στα ελάχιστα στέκια. Πρώτος κυκλοφορητής ο Λεωνίδας Χρηστάκης, που παρουσίαζε μέσα από τα έντυπά του διαρκώς φερέλπιδες νέους. Ο Ηλίας Πολίτης κυκλοφόρησε το Μαύρο Γαρύφαλλο και το ΟΥΦ και τα πούλαγε στο δρόμο ο ίδιος. Ο Χρήστος Κωνσταντινίδης έβγαλε το Πεζοδρόμιο. Ο Αντρέας ο Ροκ, την Εγκυκλοπαίδεια του Ροκ και το Mu. Ο Νίκος Μπαλής το Πολικό Αστέρι. Ο Γιώργος Λαζόπουλος έβγαλε τα βιβλία Εξουσία, Μαρξισμός, Σχιζοφρένεια και Αγγούρια, ο Εαυτός μας και Πράσινα Άλογα και τον Μαρκήσιο του Λερουά, και κανά δυο χρόνους αργότερα, σαν μια υπέρτατη αντεργκράουντ χειρονομία, εξαπέστειλε τα εναπομείναντα βιβλία του στον υπόνομο Ζωοδόχου Πηγής και Καλλιδρομίου γωνία. Την ίδια χρονιά (1975) κυκλοφορεί με τεράστια επιτυχία Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, ενώ εκείνος συνεχίζει να πλένει βιτρίνες στο Παρίσι όπου λίγο καιρό μετά θα πεθάνει.
Όταν έβρισκα καιρό μετέφραζα και γω διάφορα πειραματικά κείμενα fold-ins και cut-ups όπως τη Δανέζικη Εγχείρηση του Ουίλλιαμ Μπάροουζ, την Τηλεφυματίωση των Βάισνερ, Μπάροουζ, Πελιέ, κάποια σκόρπια διηγήματα του Μπουκόφσκι που εμφανίζονταν σε περιθωριακά αμερικάνικα περιοδικά όπως Τα δεκαπέντε εκατοστά, Η δύναμη της μοίρας, ώσπου κάποτε μετέφρασα και το αγαπημένο μου βιβλίο Σημειώσεις ενός Πορνόγερου. Κάποια στιγμή γνωρίστηκα με τη Στέφι Καρπ, που έκανε το μεταπτυχιακό της στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, και τα βράδια κοιμόμουν στο ελάχιστο δώμα της όπου και μεταφράζαμε μαζί στα ελληνικά το βιβλίο του Μπόμι Μπάουμαν για το κίνημα της 2ας Ιούνη Πώς άρχισαν όλα, μια μαρτυρία για το αντάρτικο πόλης στο Βερολίνο, αλλά και τα Ρεμπέτικα του Ηλία Πετρόπουλου στα γερμανικά.
Το πρώτο μου βιβλίο, Τηλεφυματίωση, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πολιτεία τις οποίες μου είχε παραχωρήσει ο Αντρέας Παπαθανασόπουλος. Τα ξενόγλωσσα βιβλία της Πολιτείας ήταν μεταφρασμένα όλα από την Αλεξάνδρα, αδελφή του Αντρέα, κι ήταν όλες οι μεταφράσεις εξαιρετικές. Ο Αντρέας ήταν ο απόλυτος εραστής του βιβλίου, από τους ελάχιστους που δεν ενδιαφέρονταν για την εμπορική του αξία. Στοιχειοθετούσε ο ίδιος τα βιβλία του τις νύχτες δουλεύοντας σαν φάντασμα στο τυπογραφείο του Λουκά Γιοβάνη, στη γαλάζια πολυκατοικία της πλατείας Εξαρχείων. Όλη νύχτα τα μαγικά του δάχτυλα έτρεχαν πάνω στο κλαβιέ της πελώριας λινοτυπικής μηχανής και σε κάθε άγγιγμά τους το βραστό μέταλλο χυνόταν και γινόταν γράμματα, λέξεις κι αράδες, που ο Αντρέας το ξημέρωμα τις έδενε σε σελίδες.
ΤΟ ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ ΚΑΙ Η ΤΡΥΠΑ
Ήταν εκεί γύρω στα 1977, και εμείς είχαμε αφήσει το σπίτι στην Μπενάκη. Είχαμε μετακομίσει από τα Εξάρχεια στις προσφυγικές πολυκατοικίες στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Εργαζόμουνα και πάλι στο σινεμά και σε τηλεοπτικές εκπομπές. Κάθε τρεις και λίγο μας ξυπνούσαν απ’ τα άγρια χαράματα οι ασφαλίτες που έρχονταν στο σπίτι για έρευνα με έναν εισαγγελέα και δείχνοντας το ένταλμα μπούκαραν μέσα και τα έκαναν όλα φύλλο και φτερό αναζητώντας εκρηκτικά ή οτιδήποτε άλλο επιβαρυντικό, π.χ. έντυπα, κείμενα, κάτι για να με δέσουνε. Πολλούς από τους φίλους μας τους είχαν ήδη συλλάβει αποδίδοντάς τους κακουργηματικές πράξεις με τις οποίες δεν είχαν καμία σχέση και έτσι, με στημένες κατηγορίες, ταλαιπωρήθηκαν για μήνες με προφυλακίσεις μέχρι να αφεθούν ελεύθεροι.
Τότε ήταν που δούλεψα στην ταινία του φίλου Νίκου Αλευρά Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι… (1977). Ο Αλευράς, απ’ όσο ξέρω, ήταν ο πρώτος έλληνας σκηνοθέτης που άρχισε γυρίσματα χωρίς να έχει γραμμένο σενάριο. Στο μυαλό του είχε μόνο δυο τρεις σκηνές όταν ξεκίνησε να κάνει ταινία μεγάλου μήκους. Ήθελε να κάνει μια δραματική ταινία και στο τέλος έκανε κωμωδία. Και μόνο να βλέπεις τον Αλευρά να παίζει δραματικά ήταν αρκετό για να σκάσεις στα γέλια.
Την ίδια χρονιά ο Λεωνίδας Χρηστάκης κυκλοφόρησε το σπουδαίο περιοδικό Ιδεοδρόμιο (1977), που έμελλε να κυριαρχήσει στο πεδίο των ιδεών και της καταγραφής νέων ρευμάτων για μια ολόκληρη εικοσαετία. Ο Κυριάκος Βασιλειάδης έβγαλε το Εδώ και Τώρα και ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης τον Κόκορα που λαλεί στο σκοτάδι.
Τον ίδιο καιρό, ο Ηλίας Πετρόπουλος έβγαλε το Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη (1979) και μεις, παρ’ όλο που ήμαστε άφραγκοι, αγοράσαμε είκοσι αντίτυπα και χαρίζαμε το βιβλίο στους φίλους μας. Ο Νίκος Νικολαΐδης, συγγραφέας του Οργισμένου Βαλκάνιου, ενός βιβλίου που μας είχε όλους παλιότερα αγγίξει, γύρισε Τα κουρέλια [που] τραγουδάνε ακόμα (1979) και μας αποτρέλανε. Και κανά-δυο χρόνους αργότερα, ο Θωμάς Γκόρπας εκδίδει το Περιπετειώδες Κοινωνικό και Μαύρο Αφήγημα (1981) όπου μέσα στις σελίδες του ανακαλύψαμε τους περιθωριοποιημένους λογοτεχνικούς προφήτες μας.
Για μας, η έκδοση της Τρύπας (1979-81) έγινε η ουτοπία μας, το γιουκάλι μας, ο περιοδικός τόπος όπου θα ένωνε την ανατρεπτικότητά μας αντίκρυ σε μια κοινωνία εφησυχασμένη, βουλιαγμένη, θανατερή, σκοτεινή, αγέλαστη και σκυθρωπή…
Όλες οι πιθανές και απίθανες συλλήψεις θα χώραγαν στο περιοδικό. Οι δημιουργοί θα έκαναν το «μακρύ τους και το κοντό τους», ό,τι φαντάζει πιο σωστό, λογικό, παρωχημένο, αλλότριο, παλαβό, παράξενο, τρελό, ασύλληπτο, το αδύνατο θα πραγματοποιούνταν σε αυτό το περιοδικό.
Από τη δουλειά μου στον κινηματογράφο, αγόρασα μια IBM ηλεκτρική γραφομηχανή. Και από τα βιβλία του βιβλιοπωλείου που μου είχαν απομείνει πήρα κάποια μαζεμένα λεφτά και ξεκίνησα την περιπέτεια της Τρύπας.
Πολλά από τα ταλαντούχα παιδιά που είχα την τύχη να συναντήσω στο Οκτόπους ερχόντουσαν από το πρωί στο σπίτι μας και συχνά περνούσαν και τη νύχτα εκεί. O Λίμπερ, ο Πολίτης, ο Μαξ, όλη τη μέρα σχεδίαζαν, κουβέντιαζαν ή έγραφαν κείμενα. Το σπίτι ήταν ο χώρος της απόλυτης δημιουργίας. Όλη μέρα ακούγαμε Stones, τραγούδια του Μπομπ Ντύλαν, του Μπομπ Μάρλεϋ, συγκροτήματα Punk και New Wave που πρωτοεμφανίστηκαν τότε. Η Χαρά, καθισμένη στην ηλεκτρική γραφομηχανή, πληκτρολογούσε αδιάκοπα. Ο Μάκης Τσιπουρίδης της έδινε τις διαστάσεις και τη γραμματοσειρά του κάθε κειμένου, και κείνη έγραφε διαρκώς μονόστηλα, δίστηλα, τρίστηλα, ελεύθερα, δακτυλιωτά και διαγώνια, πλάγια ελεύθερα κείμενα. Ο Μάκης έκανε τη σελιδοποίηση, τους τίτλους, έβαζε ράστερ, άπλωνε χρώματα στα σκίτσα. Γενικώς, υπήρχε ένας οργασμός δημιουργίας. Γύρω, ένας κόσμος που ήξερε ότι επρόκειτο να εκδοθεί η Τρύπα, ετοίμαζε κείμενα, σκίτσα, κόμιξ, έκανε φωτογραφήσεις: ο Νίκος Μπαλής, ο Λάζαρος Ζήκος, ο Βαγγέλης Μανιάτης, ο Άγγελος Μαστοράκης, η Άννα Βιχ, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Αντρέας Μάχος, ο Δημήτρης Ρόμβος, η Άννα Βαφία, ο Νίκος Αλευράς, ο Γρηγόρης Εμμανουήλ, η Σοφία Λαμπίκη, ο Αντρέας Τσιλιφώνης, ο Γιώργος Ματορίκος, ο Βαγγέλης Κοτρώνης, η Άννα Αττάρτ και πολλοί άλλοι φίλοι μας. Ο Κουτρουμπούσης που ζούσε στην Αγγλία και ο Δημήτρης Γέρος εξ Αθηνών έστελναν ταχυδρομικά τη συνεργασία τους.
Aριστερά: το πρώτο τεύχος του περιοδικού Τρύπα, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1980. Δεξιά: τεύχος του Ιδεοδρόμιου, του 1979, με εξώφυλλο του Λάζαρου Ζήκου, που προτρέπει τους αναγνώστες να πολεμήσουν τον καταναλωτισμό.
Η Τρύπα βγήκε και καμαρώναμε πια όλοι μας σαν τα γύφτικα σκεπάρνια. Είχαμε καταφέρει να κυκλοφορήσουμε το πρώτο ελληνικό αντεργκράουντ περιοδικό! Η τρέλα μας ήταν χυμένη μαζί με τα χρώματα σε όλες τις σελίδες του. Και όλη αυτή η χαρά της δημιουργίας επαναλήφθηκε και στο 2ο τεύχος, όπου γλεντήσαμε την έκδοση του περιοδικού με κεφτεδομαχίες στον Πειναλέοντα των Εξαρχείων…
Εγώ εν τω μεταξύ δεν έβρισκα δουλειά στο σινεμά και έτσι έπιασα δουλειά στην οικοδομή. Κάποια μέρα όμως έπεσα και χτύπησα και μετά από το ατύχημα δεν μπορούσα πλέον να δουλέψω. Με τη Χαρά ξεμείναμε, δεν είχαμε καθόλου χρήματα, απλήρωτο ρεύμα, τηλέφωνο, νοίκι, καλά καλά δεν μπορούσαμε να φάμε.
Κάποια από κείνες τις δύσκολες μέρες –έτσι όπως συμβαίνει στα παραμύθια– παρουσιάστηκε, από το πουθενά, ο Χρηματοδότης για το περιοδικό. Και μας ξεσήκωσε, μας έβαλε μπουρλότο στα μυαλά. Όταν πρωτοείδε την Τρύπα, μας είπε, έσκασε στα γέλια, θεωρούσε ότι ήταν το πιο ενδιαφέρον περιοδικό που είχε κυκλοφορήσει ποτέ στη χώρα μας. Τον ενδιέφερε να χρηματοδοτήσει μια τέτοια ανατρεπτική κατάσταση μόνο και μόνο για να συνεχίσει να υπάρχει, δεν τον ενδιέφερε καθόλου να παρέμβει ή να επέμβει πουθενά.
Τις επόμενες μέρες τυπώσαμε μεγάλες αυτοκόλλητες Τρύπες και γεμίσαμε τα πεζοδρόμια του κέντρου της Αθήνας. Ερχόταν παντού μαζί μας κι έκανε ό,τι κάναμε κι όλο ξεκαρδιζότανε στα γέλια, με κάθε τι που σκεφτόμασταν, με κάθε τι που λέγαμε. Το περιοδικό προχώρησε και με διάφορες παλινωδίες τυπώθηκε. Λίγο καιρό πριν, ο Χρηματοδότης χάθηκε στα εμπορικά του ταξίδια μεταξύ Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και κεντρικής Αφρικής και με έπαιρνε τηλέφωνο, τη μια μέρα από το αεροδρόμιο της Ζυρίχης, την άλλη μέρα από τον Λίβανο, από τη Νιγηρία, το Παρίσι, το Λονδίνο, κι όλο ξεκαρδιζότανε στα γέλια. Εμείς είχαμε ήδη κλείσει έξι μήνες χωρίς καθόλου χρήματα. Τότε ήρθε ο διορισμός της Χαράς και αποφάσισε να τον αποδεχτεί. Κι έφυγε για να παρουσιαστεί στο σχολείο του Κρανιδίου.
Ο Λεωνίδας Χριστάκης. Πολιτικά και καλλιτεχνικά ανήσυχος, έγινε ευρύτερα γνωστός για τα τρία περιοδικά που εξέδωσε: τον Κούρο, το Panderma και το Ιδεοδρόμιο.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ
Σήμερα το αντεργκράουντ, αυτή η στάση ζωής, συνεχίζει να είναι εδώ, ο ίδιος Υπόγειος Κόσμος είναι παντού, έτοιμος να αντισταθεί. Το κάνει με κάθε είδους αυτοδιαχειριζόμενες συλλογικότητες και στέκια. Λαϊκές συνελεύσεις γειτονιών, αυτοοργανωμένοι κοινωνικοί χώροι, καταλήψεις εγκαταλειμμένων παλιών κτιρίων σε πόλεις και επαρχία, κοινωνική-συλλογική κουζίνα, πρωτοβουλία δικτύωσης, ελεύθερο λογισμικό και ανοιχτός κώδικας, εργασιακές κολεκτίβες, οικοκοινότητες και αλληλέγγυο εμπόριο, ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών χωρίς χρήματα, χαριστικά- ανταλλακτικά παζάρια. Αλληλεγγύη και αντίσταση. Κι εκεί οι άνθρωποι δοκιμάζουν να ζήσουν μαζί και μακριά από εμπορευματικές λογικές.
Το ίδιο και με τα έντυπα, τους μουσικούς, τους δημιουργούς. Ο Angel Frisko με την Τυφλόμυγα, ο Bilos που έφτιαξε με τα χεράκια του τον Κακό Βήχα, το Zero Geographic, ο Θάνος ο Λοστ με τους Λοστ Μπόντις, οι Dadaifi και όλες εκείνες οι μαγικές οάσεις που κάθε λίγο ξεφυτρώνουν στις μεγαλουπόλεις και στην επαρχία. Ένας ολόκληρος κόσμος, που πάλλεται και δονείται και που προσπαθεί να αρθρώσει μιαν άλλη γλώσσα, μια εναλλακτική έκφραση, τον αυριανό πολιτισμό μας.
Τους ευχαριστώ θερμά λοιπόν, όλους εκείνους τότε, αλλά και όσους σήμερα συνεχίζουν να δίνουν νόημα στην ύπαρξή μου, στη ζωή μου. Και όπως γράφει σ’ ένα τοίχο στο Θησείο:
ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΟΛΗ Η ΓΗ
ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΙΚΑΝΟΙ
ΧΩΡΙΣ ΣΤΑΥΡΟΥΣ, ΔΡΕΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΓΚΟΥΡΟΥΜΑΖΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ
ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ
ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΙΚΑΝΟΙ
ΧΩΡΙΣ ΣΤΑΥΡΟΥΣ, ΔΡΕΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΓΚΟΥΡΟΥΜΑΖΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ
ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ
_________________________
http://www.athensvoice.gr/article/culture/books/reviews/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%BA%CF%81%CE%AC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CF%84